- βρέσιμο
- τό1) нахождение; 2) см. βρεσιμιό 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρέσιμο — το 1. το να βρει κάποιος κάτι, η ανεύρεση 2. το βρεσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. βρέσιμος < (αμάρτ.) *ευρέσιμος < αρχ. εύρεσις] … Dictionary of Greek
βρέσιμο — το το βρεσίδι, το εύρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρεσιμιός — ά, ό [βρέσιμο] 1. εκείνος τον οποίο βρίσκει κανείς τυχαία 2. το ουδ. ως ουσ. α) το βρεσίδι β) έκθετο βρέφος γ) αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει χαμένο αντικείμενο, τα εύρετρα … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
βρέσιμος — η, ο αυτός που είναι δυνατόν να βρεθεί: Αν κάτι χάθηκε μέσα στο σπίτι, συνήθως είναι βρέσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)